πάροινος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροίνως — πάροινος adverbial πάροινος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάροινον — πάροινος masc/fem acc sg πάροινος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροίνοις — πάροινος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροίνου — πάροινος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροίνους — πάροινος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροίνων — πάροινος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάροινοι — πάροινος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek
οινοφερής — οἰνοφερής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ εἰς οἶνον ἐπιρρεπής, πάροινος». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + φερής (< φέρω), πρβλ. πυρι φερής] … Dictionary of Greek