πάροινος

πάροινος
-ον, ΜΑ
μσν.
ακόλαστος («πάροινος βασιλεία», Θεοφ. Σιμ.)
αρχ.
1. παροίνιος*
2. οινοπότης, μέθυσος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάροινον
η ιδιότητα τού παροίνου, η παροινία*.
επίρρ...
παροίνως Α
κατά τον τρόπο τού παροίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + οἶνος (πρβλ. κάτ-οινος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πάροινος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροίνως — πάροινος adverbial πάροινος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροινον — πάροινος masc/fem acc sg πάροινος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροίνοις — πάροινος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροίνου — πάροινος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροίνους — πάροινος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροίνων — πάροινος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροινοι — πάροινος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • οινοφερής — οἰνοφερής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ εἰς οἶνον ἐπιρρεπής, πάροινος». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + φερής (< φέρω), πρβλ. πυρι φερής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”